ξάγναντο

ξάγναντο
Πεδινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 140), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παρανεστίου.
* * *
το
υψηλός τόπος απ' όπου μπορεί κάποιος να επισκοπεί τα γύρω, να κοιτάζει μακριά, περίοπτο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ξαγναντεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξάγναντο — το τόπος απ όπου μπορεί κανείς να βλέπει μακριά και γύρω γύρω, να ξαγναντεύει, ανοιχτωσιά, ξέφωτο: Κανένας πεζοδρόμος στο ξάγναντο δε φαίνεται (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξάγναντα — επίρρ. αντικρύ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάγναντο + επιρρμ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • ξαγνάντεμα — το [ξαγναντεύω] 1. η θέα από ψηλά, η παρατήρηση από μακριά και αντίκρυ ή ψηλά 2. τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να εποπτεύει τη γύρω περιοχή, το ξάγναντο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”